Γράφει ο «Λουκής» (*)
Με το που έσκασε ο κοριός οι δουλειές πιάσανε πάτο. Μέρες ολόκληρες δεν σταύρωνε πελάτη.
Το πολύ τρεις με τέσσερις κούρσες όλη τη μέρα. Αλλά αυτός, εκεί στο μεροκάματο.
Και δέκα ευρω να βγάλει ο Χρήστος, καλά ήταν για γάλα και μακαρόνια.
Χρήστος, ο ανύπαντρος, κοντούλης και αδυνατούλης ταρίφας· δεν τον έκανες 26 χρονών, αλλά πιασμένα τα 35.
Απ’ την αρχή της ιστορίας, που λέτε, μήνυσε του φίλου του γιατρού: «αν μπορώ να βοηθήσω πάρε με τηλέφωνο».
«Σε τι να βοηθήσεις, ρε Χρήστο;»
«Να, αν τύχει κάποιος που δεν έχει κανέναν να τον παραλάβει από το Σωτηρία, κάποιον μοναχικό άνθρωπο βρε αδελφέ, πάρε με να τον πάω εγώ σπίτι του. Δε θέλω λεφτά, τσάμπα».
Πέρασαν είκοσι τόσες μέρες και δεν είχαν ξαναμιλήσει, ώσπου εκεί που περίμενε τον κανέναν πελάτη… στο τηλέφωνο ο γιατρός. Σήμερα, από το πρωί, ένας έτυχε να μπει στο ταξί. Όλα κι όλα πέντε ευρω.
«Χρήστο έχω μια γιαγιά που δεν έχει κανέναν, θα την πας σπίτι της;»
«Σε είκοσι λεπτά είμαι εκεί. Πού σε βρίσκω;»
«9η Πνευμονολογική Κλινική, μπες και πάρε την κίτρινη γραμμή. Στο τέλος της θα βρεις το κτίριο μας».
Αυτός θα ήταν ο δεύτερος πελάτης, μια γιαγιά!
Ο Χρήστος έφτασε, έβαλε μάσκα, γάντια και κτύπησε το κουδούνι της εισόδου. Ζήτησε τον γιατρό και περίμενε. Σε πέντε λεπτά γιατρός και γιαγιά, κούτσα-κούτσα από το βάθος του διαδρόμου έρχονταν προς αυτόν.
«Κυρία Ελένη, ο καλός μας φίλος από δω, θα σε πάει σπίτι σου. Νάσαι καλά και να προσέχεις», τα λόγια του γιατρού.
Κούνησε το κεφάλι της, ευχαριστώντας τον γιατρό. Ο Χρήστος πήρε την τσάντα της, την έπιασε αγκαζέ και την πήγε μέχρι το ταξί. Ξεκίνησαν για τους Αγίους Αναργύρους.
Ώρα τώρα δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Την έβλεπε από το καθρεφτάκι· μαραζωμένη γιαγιά, μάτια καρφωμένα έξω. Κάτασπρο μαλλί, πηγούνι πεταχτό έξω. Χέρια ταλαιπωρημένα, αφημένα πάνω στη μαύρη ποδιά της.
Ήξερε από τον γιατρό· από τις λίγες τυχερές που σ’ αυτή την ηλικία ξέφυγαν του κοριού.
Μάντευε τα χρόνια της.
Τη σύγκρινε με τη μάνα του, έτσι ήταν κι αυτή όταν την έχασε· είχε πιασμένα τα 85, και η γιαγιά κάπου εκεί θα είναι.
Γερά κόκαλα, αντέξαν πολέμους, κατοχές, εμφύλιους και μόλις τώρα κι έναν κοριό.
Ήθελε να της πιάσει κουβέντα, να πει μια παρηγοριά, να πει ένα μπράβο που τα κατάφερε· δεν τόλμαγε να ταράξει την ησυχία των ματιών της.
Τα μάτια της!… τα βλέπει ολοκάθαρα, δυο μάτια να κολυμπάνε σε γυαλιστερές λίμνες.
Μ’ ένα μικροσκοπικό μαντηλάκι, τόσο δα μικρό, να τα σκουπίζει.
«Κυρία Ελένη, είσαι καλά;»
«Ναι, παιδί μου», του απαντάει περισσότερο με το κεφάλι της· τα χείλια ασάλευτα.
«Έχεις κάποιον σπίτι να σε περιμένει;»
«Θα είχα τον γέρο μου, αλλά αυτός έμεινε μέσα».
«Πού μέσα;»
«Μαζί αρρωστήσαμε, μαζί μας πήγαν στο νοσοκομείο· εγώ έγινα καλά, αυτός όχι. Τον έχουν ακόμα μέσα και δεν ξέρω πότε θα…».
«Θες πριν πάμε σπίτι να αγοράσουμε κανένα γάλα, κανένα ψωμί;»
«Γάλα;» και τα μάτια της μεγάλωσαν. Έσκυψε το κεφάλι, το ξανασήκωσε, «ψωμί;»
«Ναι, ό,τι θές, μια και είμαστε έξω».
Τον κοιτάει· δεν μιλάει, μάλλον σκέφτεται ή μπορεί και να μην άκουσε. Στο τέλος έβγαλε ένα, «μπα… έχω απ’ όλα… παιδί μου, πάγενε με σπίτι καλύτερα να ξαπλώσω».
Γλίστρησε πάλι στη σιωπή της.
Και φτάσανε.
Χαμόσπιτο απ’ έξω.
Και μέσα το ίδιο θα ‘ναι, ένα φτωχικό γεροντίστικο σπίτι.
Σίγουρα σκοροφαγωμένα έπιπλα, σκούρες κουρτίνες, τρία πιάτα, δυο φλιτζάνια, μια λεκάνη.
Μόνη της εκεί μέσα και ο γέρος της να παλεύει ακόμα εκεί πίσω.
Τη βοήθησε να κατέβει.
Κάνει να κουβαλήσει την τσάντα μέχρι την είσοδο· «άστην παιδί μου… τα καταφέρνω», του χαμογελάει για πρώτη φορά.
Το τρεμάμενο χέρι χώνεται στην τσέπη της ρόμπας.
Πασχίζει κάτι να τραβήξει· δε βγαίνει το άτιμο.
Εμφανίζεται ένα κατασπαραγμένο από τον χρόνο πορτοφολάκι.
Το ανοίγει, ρίχνει μέσα του το κεφάλι της.
Σκαλίζει με τα δάχτυλα, το γδέρνει..
Τα δάκτυλά της κάτι πιάνουν, τ’ απλώνει στην κάτασπρη παλάμη, σηκώνει το πρόσωπό της, τον κοιτάζει.
Όλα μαζί, ήταν δεν ήταν 40-60 λεπτά.
Ρίχνει ξανά στο πορτοφολάκι είκοσι λεπτά, «να πάρω ψωμί…» του απολογείται.
Προσφέρει με ντροπή τα υπόλοιπα, «αυτά έχω παιδί μου… φτάνουν;»
Δυο δάκρυα αρχίσαν να σκάβουν καυτό μονοπάτι, ψάχνουν τις ρυτίδες της, πάνε για το γερασμένο στόμα της.
Τον κοιτάει κατάματα, δυο φωτιές τα μάτια της, τον καίνε.
Την κοιτάει καλύτερα από κάτω ως πάνω.
Τρυπημένες στα δάκτυλα παντόφλες, σόλα έτοιμη να δραπετεύσει, καλαμάκια για πόδια, ρόμπα μπαλωμένη σε μεριές - μεριές, οστέινα χέρια, μικρή καμπουρίτσα, ρυτιδιασμένο πρόσωπο και άσπρο μαλλί, ίδιο με της μάνας του!
Γλιστράει το χέρι του στην τσέπη.
Τα δάχτυλα ψάχνουν το πεντάευρο που έχει από το πρωί, τσαλακωμένο το απιθώνει στην απλωμένη της παλάμη, της κλείνει τη χούφτα με τη δικιά του, ψιλά και χάρτινο μαζί.
Πάει να πει κάτι· τα χείλη του αρνιούνται να κουνηθούν.
Τα μάτια της τον καίνε.
Βάζει μπροστά, ξεκινάει· «να μου προσέχεις το άσπρο σου μαλλάκι», ψελλίζει με κόπο· αυτό που θα της έλεγε.-
(*) «Λουκής» είναι το ψευδώνυμο με το οποίο αρθρογραφεί γνωστός συμπολίτης μας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ