Γράφει ο Λουκής (*)
Μ’ αυτόν τον καημό θα πεθάνω, βρε παιδί μου!
Χρόνια βαστάει αυτή η Ιστορία, από τότε που το παιδί της έπιασε τα δεκαπέντε. Βρε από τότε που πέθανε ο πατέρας σου, μου βγάζεις το χτικιό να σε μεγαλώσω. Κάνω όλες τις βρώμικες δουλειές να φέρνω ένα κομμάτι ψωμί να φας, κι εσύ μια χάρη δεν μπορείς να μου κάνεις;
«Τι θες, ρε μάνα, πάλι;»
Αυτό το κοτσίδι παιδί μου, αυτό το διάολο, κόψ’ το να πάει στην ευχή· στον λαιμό μου κάθεται.
«Τι σε πειράζει, ρε μάνα, η κοτσίδα;»
Παιδί μου, δεν είσαι μαϊμού, άνθρωπος είσαι, κόφτηνα την άτιμη.
«Θα την κόψω όταν θέλω εγώ, παράτα με!»
Και το υπόλοιπο μαλλάκι σου παιδί μου, τι σ’ έχει πιάσει και το ξυρίζεις σύρριζα; Ένας γλόμπος το κεφάλι σου με μια κοτσίδα να κρέμεται στην πλάτη σου· σε ασχημαίνει.
«Παράτα με, ρε μάνα, λέω!»
Παιδί μου, εντάξει, θες κοτσίδα, αλλά κάν’ την πιο κοντή και μη ξυρίζεις τα μαλλιά σου· δείχνεις αλητάμπουρας. Άσε το μαλλάκι σου να μεγαλώσει λίγο και κόφτη τη ρημάδα στη μέση. Από τότε που έφυγε ο πατέρας σου, ξυρίζεις το κεφάλι και αφήνεις μόνο αυτή την αναθεματισμένη κοτσίδα. Τρία χρόνια έχεις που την αφήνεις, πού θα πάει αυτό το πράγμα, βρε παιδί μου; θα σέρνεται σε λίγο κάτω.
Κάποιες φορές τον έφερνε στο φιλότιμο και της άνοιγε την καρδιά του. Τότε φαινόταν πόσο του λείπει ο πατέρας του. Πόσο τον σημάδεψε το άκουσμα, ότι ο πατέρας του έπεσε από τη σκαλωσιά.
«Από τότε, ρε μάνα, δεν μπορώ να κάνω κάτι σωστό. Και στο σχολείο σκατά τα πάω, και με τους φίλους μου τσακώνομαι συνέχεια. Άφησε με να κάνω, τουλάχιστον, αυτό που θέλω. Ούτε τσιγαριλίκια κάνω, ούτε κλέβω, ούτε πειράζω άνθρωπο αν δεν με πειράξει.
Άσε μου την κοτσίδα ήσυχη, δεν έχω τίποτα άλλο για μένα».
Είσαι καλό παιδί, αλλά σε καβαλάει ο διάολος, δεν μπορώ να σε φέρω βόλτα. Κάθε μέρα μου ‘ρχεσαι πότε με σκισμένα χείλια, πότε χτυπημένη μούρη, πότε τα ρούχα σου κομμάτια· πού τραβολογιέσαι παιδί μου;
Φοβάμαι με τις παρέες που κάνεις, φοβάμαι αν το βράδυ που γυρνάω στο καμαράκι μας σε βρω ζωντανό ή νεκρό.
Κάθε μέρα τρως ξύλο με την αλητεία που μπλέκεις.
Δίνω και εγώ μάνα, έννοια σου, χθες μου την πέσαν πέντε μαζί, αλλά τους βόλεψα.
Θα μπλέξεις, παιδί μου, κι αν μπλέξεις μια φορά δεν ξεμπλέκεις ποτέ.
«Παράτα με λέω!»
Φοβάμαι, παιδί μου, για σένα, δεν έχω άλλο παιδί· αν πάθεις κάτι θα πεθάνω.
Τότε μαλάκωνε ο νταής, την αγκάλιαζε, τις τράβαγε τα μάγουλα, αυτή γέλαγε, γαργαλιόταν, του ξέφευγε, αυτός την βούταγε πάλι, την έσφιγγε στην αγκαλιά του και την σήκωνε ψηλά.
Άσε με, ρε διάολε, κάτω, θα με σκοτώσεις, χαχάνιζε.
Πάνω στα παιχνιδίσματά του μαζί της, τον ξανάπιανε στο φιλότιμο· παιδί μου σε παρακαλώ. Δεν αντέχω άλλο, κόψε αυτή την κοτσίδα.
«Μάνα, την κοτσίδα δεν την κόβω, πάει τελείωσε! Η κοτσίδα εκεί θα μείνει».
Έχεις αγριέψει παιδί μου, κανένα παιδί από τη γειτονιά δεν σε κάνει παρέα. Μόνο με κάτι παλιόμουτρα βγαίνεις. Παιδί μου, τι μούτρα είναι αυτά που κάνεις παρέα; Όλοι τους σκελετωμένοι, τα μάγουλά τους μέσα, το μαλλί τους μέχρι τη μέση, άπλυτοι, συνέχεια με ένα τσιγάρο στο χέρι, παιδί μου, θα μπλέξεις με αυτούς. Είσαι καλό παιδί, ηρέμησε, κάνε παρέα και με τα παιδιά της γειτονιάς που τα χαίρονται οι μανούλες τους.
«Μάνα, δεν είναι μούτρα οι φίλοι μου», είναι καλά παιδιά.
Που την είδες την καλοσύνη, παιδί μου; τέτοιους νταήδες τους κουβαλάει συνέχεια η αστυνομία στα κρατητήρια. Θα σε πιάσουν και σένα μαζί με αυτούς. Παιδί μου, δεν πιστεύω με τις παρέες που κάνεις να παίρνεις και τσιγαριλίκια;
«Δεν καπνίζουν πρέζα, ρε μάνα, τσιγάρο κάνουν».
Και γιατί παιδί μου είναι έτσι αδύνατοι; Σαν τον Χριστό είναι, τα μάγουλά τους είναι βαθουλωμένα.
«Άσε με, ρε μάνα, με τις βλακείες σου! όλο τα ίδια και τα ίδια. Παράτα με λέω!»
Πάντα έτσι τελείωνε ο διάλογος· χρόνια τώρα. «Παράτα με!»
Με τον καημό της κοτσίδας πήγε η μάνα του. Έκλεισε τα μάτια της και η κοτσίδα στη θέση της.
Απόγευμα γύρω στις τέσσερις η κηδεία της. Από χθες που πέθανε η μάνα του, ο κοτσιδάκιας δεν φάνηκε. Κλεισμένος στο δωμάτιο του· ούτε για φαΐ. Έχουν περάσει τώρα πάνω από είκοσι τέσσερις ώρες. Δεν τον έχει δει κανείς. Κάποιες θείες του είναι με τη νεκρή στο άλλο δωμάτιο, φτιάχνουν καφέδες σε όσους ήρθαν να τη συνοδεύσουν. Του κτυπάνε την πόρτα, κι απάντηση δεν παίρνουν.
Ο νταής βγαίνει από το δωμάτιο του μια ώρα πριν την κηδεία.
Μάτια βαθουλωμένα, κατακόκκινα, άγρια η όψη του, δεν μιλάει σε κανέναν. Πάει και στέκεται δίπλα στο φέρετρο, ακίνητος. Οι άνθρωποι που είχαν έρθει να συλλυπηθούν φοβήθηκαν. Ένας-ένας αρχίζουν να φεύγουν με τρόπο, υποψιάζονται ότι ο νταής δεν είναι καλά, το μάτι του ταξιδεύει αλλού, «μπορεί και να είχε πάρει πρέζα», ψιθυρίζει μια γειτόνισσα βγαίνοντας από το δωμάτιο. Του λένε το τυπικό «ζωή σε σένα», κι αυτός τις αγριοκοιτάζει, έτοιμος να τις φάει.
Φτάνει ο νεκροθάφτης, σηκώνει το φέρετρο, το βάζει στη νεκροφόρα και αρχίζει μια βασανιστική πομπή προς το κοντινό νεκροταφείο. Ο νταής μόνος του ακολουθεί τη Μερσεντές. Το μάτι του καρφωμένο στο φέρετρο. Κανείς δεν τον πλησιάζει. Μπροστά στο τραγικό αυτό θέαμα, ο Τάκης, ο κουρέας της γειτονιάς τους λυγάει. Η πεθαμένη μόνη της μπροστά, κι ο γιος μόνος από πίσω. Πιο πίσω όλες κι όλες δυο-τρεις γειτόνισσες.
Κλείνει στα γρήγορα το κουρείο, μπαίνει στο διπλανό μαγαζί και σε λίγο βγαίνει αγκαζέ με τον κυρ-Αντρέα τον ράφτη, που και αυτός ακολούθησε το παράδειγμα του κουρέα· έκλεισε και αυτός το μαγαζί του. Πετάχτηκαν στο γωνιακό καφενείο· «ρε σεις, αφήστε τα χαρτιά και ελάτε δυο-τρεις να κάνουμε παρέα στο παιδί, κρίμα είναι. Μόνο του είναι. Αμαρτία από τον Θεό, ρε σεις, μόνο του θα κηδέψει τη μάνα του;»
Σηκώνονται κάποιοι χαρτοπαίκτες κι από εκεί. Η πομπή έχει προχωρήσει πενήντα μέτρα πιο κάτω. Ο κουρέας και ο ράφτης ανοίγουν το βήμα τους και βρίσκονται δίπλα στον νταή. Οι χαρτοπαίχτες λίγο πιο πίσω.
Ο γιος σέρνεται, αλλά στέκεται ακόμα· ένα όρθιο ζόμπυ.
Ο κουρέας και ο ράφτης πάνε δίπλα του, περνούν τα χέρια τους στους ώμους του. Το ίδιο κάνει και ο νταής· σηκώνει τα χέρια του και τους αγκαλιάζει από τους ώμους. Κι έτσι, τρεις άνθρωποι περπατούν αγκαλιά στα χνάρια που αφήνει ο Χάρος. Δυο βήματα πιο πίσω ακολουθούν οι δυο - τρεις χαρτοπαίκτες μαζί με τις λίγες γειτόνισσες.
Σηκώνοντας τα χέρια του να πιαστεί αγκαλιά με τον κουρέα και τον ράφτη, το τριμμένο κοντό τζάκετ σηκώνεται πάνω από το παντελόνι του και τότε φάνηκαν όλα. Στην πίσω τσέπη του βρώμικου παντελονιού αστράφτει η λαβή από ένα μαχαίρι.
Οι χαρτοπαίκτες που ακολουθούν τρομάζουν· ψιθυρίζουν κάτι ο ένας στο αυτί του άλλου και κοντοστέκονται· παίρνουν κι άλλη απόσταση από τον νταή.
Σε λίγο, ένας από αυτούς, ξεπερνάει την έκπληξη και παίρνει το θάρρος να πλησιάσει τον κουρέα.
Του ψιθυρίζει στο αυτί: «Ρε συ, έχει μαχαίρι στην τσέπη του, φυγέτε μακριά από το τομάρι».
Ο κουρέας κοντοστέκεται λίγο και διακρίνει στην τσέπη του τη λαβή· παγώνει· έτσι γίνονται τα φονικά σκέφτηκε. Σκουντάει από πίσω τον ράφτη δείχνοντάς του τη λαβή. Σαν συνεννοημένοι ξεκρεμάνε τα χέρια τους από τον ώμο του και μένουν πιο πίσω.
Ο νταής, πλέον, μένει μόνος του· ένα ανθρώπινο πράγμα να περπατάει· δυο χέρια να κρέμονται άτσαλα στο πλάι.
Η Μερσεντές σταματάει για λίγο μπροστά στο πατρικό σπίτι της πεθαμένης. Κανείς δεν ζει εκεί, πια, από τους παππούδες, αλλά σταμάτησε.
«Περπατάτε ρε σεις!» το ουρλιαχτό του νταή.
«Περπατάτε να θάψω τη μάνα μου! Θα σας λιανίσω αν ξανασταματήσετε!».
Κι αυτοί οι λίγοι που ακολουθούν αραιώνουν, άλλοι πάνε ακόμα πιο πίσω στην πομπή. Κανείς δεν τολμάει να τον πλησιάσει.
Φτάνουν πάνω από τον τάφο. Αναγκαστικά, ο παπάς πάει κοντά, και δίπλα στον παπά ο ψάλτης. Πρέπει να νεκρολογήσουν. Όσοι έχουν απομείνει να κατευοδώσουν τη μάνα, σε απόσταση ασφαλείας.
Ο νταής στέκεται με ανοικτά πόδια μπροστά στον ανοικτό τάφο. Φορτωμένος με πολύ αγριάδα στην ψυχή του. Το κεφάλι χαμηλά. Το βλέμμα καρφωμένο στην τρύπα. Βγάζει νευρικά το τζάκετ του και το πετάει κάτω.
Τα χέρια του τεντωμένα κάτω και οι παλάμες γροθιές.
Τότε φαίνεται σε όλους καθαρά και η λαβή του μαχαιριού στην πίσω τσέπη του.
Ο παπάς κομπιάζει, ο ψάλτης κρύβεται από πίσω του και οι δυο εργάτες σε κάποια απόσταση. Ο νταής άγριος και απόκοσμος, το πρόσωπό του αγριεμένο.
Τα μάγουλά του φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν ρυθμικά. Τα ρουθούνια του το ίδιο. Δουλεύει μέσα του μια μηχανή, που όπου να ‘ναι θα σκάσει.
Ο παπάς βγάζει τα πρώτα λόγια του με δυσκολία, το μάτι του παίζει μια στο φέρετρο και μια στον νταή. Φυλάγεται· έτοιμος να την κοπανήσει αν γίνει το απευκταίο. Τα λόγια του μπερδεμένα, κοιτάει να τελειώνει γρήγορα.
«Τέλειωνε, παπά, δεν θα σε περιμένω για πολύ ακόμα!» οι φωνές του νταή.
Ναι, παιδί μου,… τελειώνω, του απαντά.
Ο ψάλτης ήδη φεύγει από κοντά τους, οι εργάτες κατεβάζουν το φέρετρο στα γρήγορα· ο νταής με το δεξί του χέρι τραβάει απότομα το μαχαίρι· το σηκώνει ψηλά και μένει ακίνητος. Μια ακονισμένη λάμα που λαμποκοπάει. Όλοι βαστάνε την αναπνοή τους. Ο εργάτης απελευθερώνει στα γρήγορα το σκοινί του φέρετρου· με τα μάτια του καρφωμένα στη λάμα· κανείς δεν ξέρει για ποιον την ετοιμάζει.
Πηγαίνει το μαχαίρι αργά πίσω από τον σβέρκο του· αργά και βασανιστικά σηκώνει και το αριστερό του χέρι. Το πηγαίνει και αυτό στον σβέρκο του· σηκώνει την κοτσίδα του να κάνει χώρο στη λάμα να μπει από κάτω.
Τραβάει με δύναμη το δεξί του, αυτό που βαστάει την λάμα, και κόβει με μιας την κοτσίδα που του μένει στο αριστερό του χέρι.
Την πετάει πάνω στο φέρετρο, βάζει το μαχαίρι στην τσέπη, κάνει τα χέρια του χωνί στο στόμα, τα στρέφει προς τον ουρανό και βγάζοντας όλη τη φλόγα των σωθικών του: «πάρτην, ρε μάνα, επιτέλους».
Φιλαδέλφεια, Κόκκινος Μύλος, Γενάρης 2010.
(*) Λουκής είναι το ψευδώνυμο με το οποίο γράφει -συνήθως χρονογράφημα- γνωστός συμπολίτης μας
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ