Σαν σήμερα, πριν από 97 χρόνια, διεξάγεται η τελευταία μάχη της Μικρασιατικής Εκστρατείας στο Ντουμπλουπινάρ, κοντά στο Αφιόν Καραχισάρ, με ήττα των ελληνικών δυνάμεων.
Η 30η Αυγούστου εορτάζεται στην Τουρκία ως «Ημέρα της Νίκης».
Η τελευταία μάχη στη Μικρά Ασία δόθηκε από τον Πλαστήρα (τον Καραπιπέρ όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι) μέ τό Σεϊτάν Ασκέρ (τό 5/42 των ευζώνων του) κοντά στον Τσεσμέ, στήν περιοχή Σταυρός (Ζέγκουϊ στά τουρκικά)
Εκεί πολέμησε ο Πλαστήρας, σέ μία προσπάθεια νά προστατέψει τά τελευταία τμήματα του στρατού μας πού υποχωρούσαν πρός τήν σωτηρία των πλοίων.
Οι Τσέτες αποδεκατίστηκαν καί μάλιστα αργότερα, οι Τούρκοι έστησαν μνημείο εκεί πού μαρτυρά τήν τελευταία μάχη καί τόν χαμό 147 Τούρκων ιππέων.
Ο Γιάννης Καψής περιγράφει τη μάχη του Σταυρού, σύμφωνα μέ διήγηση του ηρωϊκού συνταγματάρχη:
«Το πρωί της 28ης Αυγούστου το 5/42 έφθασε στον Σταυρό εκεί που ο δρόμος χωρίζει προς τον Τσεσμέ. Σ” όλη τη μαρτυρική πορεία του έμενε μακριά από τη μάζα του Νότιου Συγκροτήματος. Ο πανικός είναι μια ασθένεια μεταδοτική και ο Πλαστήρας ήταν αποφασισμένος να κρατήσει το Σύνταγμα του μέχρι τέλους. Και το κατόρθωσε, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα της αυτοθυσίας.
Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας έφιππος κάπου στη Μικρά Ασία. Με το δεξί του χέρι κρατάει κιάλια ενώ με το αριστερό τα γκέμια του αλόγου του. Το άλογο είναι λάφυρο από την εκστρατεία στην Ουκρανία. Τον ακολουθούν δύο εύζωνοι του έφιππου ευζωνικού με τα μάνλιχερ στον ώμο τους.
Για δέκα πέντε ημέρες είναι πάνω στ” άλογό του.
Έφιππος τρώγει ότι του φέρνουν οι άνδρες του, κάτι ελάχιστο – μήπως έχουν κι οι Τσολιάδες μας να φάνε;
Έχουν πετάξει τα πάντα, καζάνια, τρόφιμα, καραβάνες. Μόνον τα όπλα και τα φυσίγγια τους κρατούν και μαζεύουν στον δρόμο φρούτα, στα χωριά κανένα καρβέλι ψωμί – τρώγουν όποτε έχουν, αλλά πολεμούν πάντοτε με την ίδια ορμή, που έχει προκαλέσει το δέος, τον τρόμο στους Τούρκους.
Κι ο Πλαστήρας μένει ακλόνητος πάνω στ” άλογό του.
Παρακολουθεί τα πάντα, εμψυχώνει τους άνδρες του. Και, πολλές φορές την νύκτα τους αφήνει να κοιμηθούν χωρίς να βγάλουν σκοπιές.
Μένει ο ίδιος άγρυπνος πάνω στ” άλογό του, φροντίζοντας για τα παλικάρια του – μάρτυρες οι ίδιοι οι άνδρες του 5/42, που τον είχαν δει με τα μάτια τους στο καραούλι.
Είχε γίνει κάτισχνος, τα οστά του προσώπου του ξεχώριζαν κάτω από την ηλιοκαμένη, την μαυρειδερή επιδερμίδα του.
Μόνον το βλέμμα του διατηρούσε την παλιά εκείνη λάμψη…
Θα πίστευε κανείς, ότι ήταν έτοιμος να σωριασθεί νεκρός.
Εύζωνοι του 3ου Τάγματος του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων στο Παπαζλί, την πόλη όπου ζούσε η μια γιαγιά μου
Εκεί, στο Σταυρό, το 5/42 στάθηκε και πάλι.
Οι πρόσφυγες είχαν βραδυπορήσει, μια ατέλειωτη φάλαγγα ξεκινούσε από τη ζωσμένη στις φλόγες Σμύρνη ως το Τσεσμέ.
Κάποιος έπρεπε να τους βοηθήσει,να τους προστατεύσει από τους Τσέτες, που ορμούσαν εναντίον τους σαν τα τσακάλια.
Έπιασαν μετερίζια οι Τσολιάδες μας και περίμεναν τη φάλαγγα των προσφύγων να περάσει.
Κι εκεί τους απονεμήθηκε το πολυτιμότερο παράσημο, που μπορεί να ποθήσει ένας πολεμιστής:
Οι τρομαγμένοι, οι πανικόβλητοι πρόσφυγες αυτοί, που έφευγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, σταματούσαν γιά να φιλήσουν τα πληγιασμένα χέρια των στρατιωτών μας.
Χαροκαμένες μάνες ήθελαν ν” αγκαλιάσουν, να χαϊδέψουν τα φλογισμένα μέτωπα των παιδιών εκείνων, που πολεμούσαν τόσο μακριά από τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους.
Ήταν στιγμές γεμάτες συγκίνηση, στιγμές τραγικού μεγαλείου, γεμάτες ανθρωπιά και πόνο.
Στον Σταυρό περίμενε το «Σεϊτάν – Ασκέρ».
Και μέσα στην καταχνιά του πρωινού φάνηκαν οι Τσέτες του Μπεχλιβάν.
Κάλπαζαν ουρλιάζοντας – θύμιζαν τις ορδές του Αττίλα.
Ορμούσαν κατά των προσφύγων και τους σπάθιζαν, κάρφωναν στα ξίφη τους ματωμένα κεφάλια και τα εξεσφενδόνιζαν στον αέρα.
Δεν τους αρκούσε το ξερρίζωμα του Ελληνισμού, ήθελαν τον αφανισμό του.
Ο Πλαστήρας είδε τους Τσέτες.
Ήταν συντριπτική αριθμητικά η υπεροχή, ήταν ψυχωμένοι από την ανέλπιστα μεγάλη νίκη τους, είχαν ξαποστάσει στη Σμύρνη.
Η σωφροσύνη θα του επέβαλλε, ίσως, να υποχωρήσει αλλά τότε ούτε ένας από τους πρόσφυγες δεν θα διασωζόταν, οι Τσέτες θα έφθαναν στην αποβάθρα του Τσεσμέ πριν από τον Στρατό μας.
Κι αποφάσισε να δώσει μια ακόμη μάχη.
Οι άνδρες του 5/42, με γρήγορες κινήσεις, σχημάτισαν ένα μεγάλο πέταλο κι «ελούφαξαν», έμειναν ακίνητοι, περιμένοντας τους Τούρκους να πέσουν στις κάνες των όπλων τους.
Είχαν διαταγή να μη πυροβολήσουν, αν ο Πλαστήρας δεν έδινε το σύνθημα, πυροβολώντας – πρώτος.
Πειθαρχικοί, εμπειροπόλεμοι, έβλεπαν τους Τούρκους να πλησιάζουν κι έμεναν ακίνητοι.
Πολλοί άκουγαν τις αναπνοές τους, αισθάνθηκαν τη μυρωδιά των αλόγων τους. Κι όμως δεν πυροβόλησαν. Λίγο ακόμη κι οι Τσέτες θα είχαν πέσει στον κλοιό τους.
Αλλ” ένας λοχίας έτρεμε από τη λύσσα του.
Είχε δει τους Τσέτες να σφάζουν γυναικόπαιδα και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί – έσφιγγε το όπλο του, δάγκωνε τα χείλη του για να μη φωνάξει και προδοθεί.
Κι έξαφνα ακούστηκε ένας πυροβολισμός.
Σχεδόν αμέσως ένας καταιγισμός πυρός σάρωσε τους Τούρκους.
Οι θάμνοι άναψαν, τα πολυβόλα κελάηδησαν ανατριχιαστικά.
Η κοιλάδα αντήχησε στο βογγητό των πληγωμένων.
Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν πήδησαν από τ” άλογα κι έτρεξαν να καλυφθούν – θέλησαν να πιάσουν μετερίζια και να πολεμήσουν.
Δεν γνώριζαν ακόμη ότι είχαν απέναντι τους το «Σεϊτάν Ασκέρ».
Αλλά, μετά τον πρώτον αιφνιδιασμό, οι Τσολιάδες δεν κρατήθηκαν – δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει κανείς· ούτε ο Πλαστήρας.
Οι λόγχες σύρθηκαν και πάλι από τις θήκες τους.
Και για μια ακόμη φορά – την τελευταία -όπως τότε σε μια εποχή που φαινότανε τόσο μακρινή, ακούστηκε η λεβέντικη κραυγή: «Αέρα…».
Έφυγαν οι Τσέτες, έφυγαν τρομοκρατημένοι, πανικόβλητοι πήδησαν στ” άλογα τους κι άλλοι έφυγαν τρέχοντας.
Επέστρεψαν ασθμαίνοντας στη Σμύρνη για να ρίξουν καινούργιο λάδι στο καντήλι του θρύλου, που θα καίει αιώνια.
Είναι θρύλος, που αφηγείται η αναμνηστική στήλη, εκείνη, που υπάρχει μέχρι σήμερα στο Ζέγκουϊ – τον Σταυρό.
– Αχ, μωρέ… Αν δεν βιαζότανε εκείνος ο λοχίας, θα τους είχα φάει όλους τούς Τσέτες… »
mikrasiatis
Το 5/42 δημιουργήθηκε το 1912 με έδρα την Λαμία και αποτελείται από 6 τάγματα. Το σύνταγμα πήρε μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13.
Το 1918-19 το «42ο Σύνταγμα Ευζώνων», με διοικητή το Νικόλαο Πλαστήρα, οδηγείται από ξενοκίνητα συμφέροντα στη Ρωσία, για να προσφέρει βοήθεια στο παλιό καθεστώς και να πολεμήσει την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917).
Στις μάχες στο μέτωπο του Δνείπερου ποταμού, χάθηκαν πολύτιμες ζωές συμπατριωτών μας ευζώνων.
Όταν οι Γάλλοι, που παρακίνησαν την εκστρατεία, αποχώρησαν από τη Ρωσία, το εκστρατευτικό σώμα του στρατηγού Νίδερ, όπου υπαγόταν το «Ευζωνικό», συμπτύχθηκε προς τη Ρουμανία.
Από το Γαλάζι της Ρουμανίας διέπλευσε τη Μαύρη θάλασσα, τον Ελλήσποντο και το Ανατ. Αιγαίο και αποβιβάσθηκε στη Μικρά Ασία
Στην Μικρασιατική Εκστρατεία υπό την Διοίκηση του Νικολάου Πλαστήρα το 5/42 έφτασε στην κορυφή της Δόξας του. Η ηρωισμός και η ορμητικότητα των Ευζώνων έκαναν το 5/42 γνωστό στους Τούρκους με το όνομα Σεϊτάν Ασκέρ (Ασκέρι του Διαβόλου).
Κατά την προέλαση του, το Σύνταγμα έφτασε μέχρι το Καλέ-Γρότσο, πέρα από τον Σαγγάριο. Κατά την κατάρρευση του μετώπου το Σύνταγμα υπό την διοίκηση του Πλαστήρα κατάφερε να δώσει μάχες υποχωρώντας σε πλήρη τάξη και μαζεύοντας στρατιώτες από διαλυμένες μονάδες. Με την αντίσταση που προέβαλε στους Τούρκους, έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς πρόσφυγες να διαφύγουν.