Από την παραμονή το βράδυ τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα…
Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά
ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ΄αγιο θρόνος…
Σ΄αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μην ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει…
Στη Σμύρνη, την παραμονή της πρωτοχρονιάς συνήθιζαν να στολίζουν ένα τραπέζι με ξηρούς καρπούς και γλυκίσματα για να κεράσουν τον Αγιο Βασίλη, όταν θα επισκεπτόταν το σπίτι. Η νοικοκυρά ράντιζε το σπίτι με ξηρούς καρπούς κι έλεγε «Κάλαντα και καλού σκαίρα και πάντα και του χρόνου».
Το πρωί όλη η οικογένεια πήγαινε στη λειτουργία. Ο πατέρας έπαιρνε ένα ρόδι στην τσέπη του ν’ αγιαστεί. Μόλις επέστρεφαν σπίτι, έσπαζε το ρόδι πίσω από την πόρτα λέγοντας¨»Καλημέρα, έτη πολλά».
Το ρόδι έπρεπε να είναι γερό και τα σπυριά του τραγανά, γιατί αν ήταν σάπιο κάτι κακό θα τύχαινε. Στη Σμύρνη χτυπάγανε με δύναμη το ρόδι να σκορπίσει.
Εκαναν ποδαρικό πατώντας ένα σίδερο, λέγοντας: σίδερο πάνω, σίδερο κάτω, σίδερο οι άνθρωποι που είναι μέσα,σίδερο η μέση μου, σίδερο η κεφαλή μου.
Ο νοικοκύρης έκανε το σταυρό του, σταύρωνε με το μαχαίρι τρείς φορές την πίτα και έκοβε τόσα κομμάτια όσα ΄και τα μέλη της οικογένειας.
Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, μετά της Παναγίας, του Αη Βασίλη, του σπιτιού και του φτωχού.
Χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν το φλουρί της βασιλόπιτας με το οποίο δοκίμαζαν την τύχη τους. Σε όποιον έπεφτε το φλουρί, αυτός θα ήταν ο τυχερός κι ευνοούμενος της νέας χρονιάς.
Κομμάτια της βασιλόπιτας οι νοικοκυρές άφηναν, μαζί με ξηρούς καρπούς και γλυκά στις δημόσιες βρύσες της πόλης, για τους περαστικούς και τους φτωχούς.
Μετά επέστρεφαν στο σπίτι αμίλητες, με το νερό της βρύσης για να «τρέχουν » τα αγαθά στα σπίτια τους.
Για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, οι νυκοκοιρές ετοίμαζαν συνήθως κόκκορα κοκκινιστό στην κατασαρόλα, κεμπάπ με ρύζι και γενικά φαγητά με ρύζι , για να είναι γεμάτος ευτυχία ο νέος χρόνος…
(Εθιμα και Παραδόσεις από τη Μικρά Ασία-Εδεσματολόγιον Σμύρνης)
Κίος Βιθυνίας.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη». Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω πατούσε το δικέφαλο αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ στις 8 έστηναν τον ψημένο Αϊ-Βασίλη στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο. Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον Αϊ-Βασίλη λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να ‘μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα». Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον Αϊ-Βασίλη. Ένα – ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να ‘μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα. Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κοιτάζουν και το κομμάτι της δουλειάς. Αν τύχει εκεί το φλουρί η δουλειά θα πάει καλά όλο το χρόνο
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:
δεν βρέθηκαν σχόλια επισκεπτών...