του Διαμαντή Σεϊτανίδη
Στις μέρες μας οι κοινωνίες υφίστανται μεγάλες αλλαγές, που γκρεμίζουν τα παλαιά στερεότυπα. Κι είναι φυσικό, όσοι αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις, να μένουν πίσω, προσκολλημένοι στα ιδεολογήματα του περασμένου αιώνα, ανίκανοι να αντιληφθούν το σήμερα και, φυσικά, να προετοιμάσουν το αύριο.
Ένα από τα κλασικά στερεότυπα που έχουν γίνει σκόνη και θρύψαλα, είναι και αυτό που λέει ότι όλοι οι εργαζόμενοι καταπιέζονται από τους εργοδότες τους σε μικρές επιχειρήσεις, όπως αυτές που μετέχουν σε "λευκές νύχτες" και συνεπώς ότι οι υπάλληλοι πρέπει να "ξεσηκωθούν" και να γκρεμίσουν τα... επιχειρηματικά συμφέροντα. Η βλακεία στο αποκορύφωμα!
Σήμερα σε όλο τον κόσμο κυριαρχεί το ηλεκτρονικό εμπόριο. Αυτό σημαίνει αγορές 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα, από την πολυτέλεια του καναπέ για κάθε έναν καταναλωτή. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί πολλές επιχειρήσεις -πέραν του φυσικού σημείου πωλήσεων- να αναπτύξουν και το ηλεκτρονικό τους μαγαζί. Παράλληλα, κάνει εντελώς σχετικά τα ωράρια λειτουργίας. Όποιος μαγαζάτορας θεωρεί ότι μια συγκεκριμένη ώρα θα έχει κόσμο και υποψήφιους πελάτες στο μαγαζί του, το κρατάει ανοικτό για να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία. Έτσι γίνεται στα περισσότερα -και πιο εύπορα- μέρη του κόσμου.
Μόνο κατά την περασμένη χρονιά, το 2017, η λειτουργία του -όχι πολύ ανεπτυγμένου σε σχέση με άλλες χώρες- ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα, απέφερε κέρδη (κέρδη, όχι τζίρο) της τάξεως των 2 δισ. ευρώ, περίπου το 2% του συνολικού ΑΕΠ της χώρας. Συνεπώς, με μια αγορά "ανοικτή" 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες την εβδομάδα, τα πράγματα αλλάζουν και για όσους διατηρούν μόνο τον φυσικό χώρο πωλήσεων.
Να ξαναπούμε, λοιπόν, τα βασικά: εάν ένα μαγαζί ΔΕΝ πιστεύει ότι θα πουλήσει τα προϊόντα του, τότε ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ καθόλου υποχρεωμένο να ανοίξει τη Λευκή νύχτα. Μπορεί κάλλιστα να μείνει κλειστό, και δεν το ενοχλεί κανείς. Το ότι τα καταστήματα προτιμούν να ΑΝΟΙΓΟΥΝ τις Λευκές Νύχτες, η απλή λογική όσων τη διαθέτουν συμπεραίνει ότι ΕΧΟΥΝ ΠΟΛΛΕΣ πιθανότητες να πουλήσουν τα προϊόντα τους.
"Εντάξει οι μαγαζάτορες" λένε μερικοί (όχι μόνο οι πατεντάτοι βλάκες της πόλης, αλλά και όσοι ίσως δεν έχουν αντιληφθεί πόσο μεγάλες είναι οι αλλαγές στην κοινωνία και την οικονομία στις μέρες μας, παγκοσμίως). "Αλλά με τους υπαλλήλους, τι γίνεται; Αυτοί δεν έχουν δικαιώματα;"
Απαντώ καθαρά: Όχι μόνον έχουν δικαιώματα, αλλά και απαιτήσεις. Κι ΟΛΟΙ τους, εύχονται και απαιτούν η επιχείρηση από την οποία αμείβονται και ζουν την οικογένειά τους, να μείνει ανοικτή και να αναπτυχθεί όσο γίνεται, γιατί μια ανεπτυγμένη επιχείρηση, σημαίνει και μόνιμες θέσεις εργασίας, σημαίνει κέρδη για τον ιδιοκτήτη, και εργασιακή ασφάλεια για τον υπάλληλο. Κανένας ιδιοκτήτης επιχείρησης δεν είναι ΤΟΣΟ ΤΡΕΛΟΣ, ώστε να απολύσει έναν υπάλληλο που του είναι χρήσιμος, εργατικός και τον βοηθάει στην ανάπτυξη της επιχείρησής του. ΚΑ- ΝΕ-ΝΑΣ. Οι υπάλληλοι στον ιδιωτικό τομέα, απολύονται κυρίως για δυο λόγους: Πρώτον διότι η επιχείρηση δεν πάει καλά και συνεπώς δεν μπορεί να αμείβει έναν υπάλληλο και δεύτερον διότι ο υπάλληλος αποδεικνύεται ακατάλληλος για τη δουλειά που του έχει ανατεθεί. Σπεύδω να πω ότι σε αυτόν τον κανόνα υπάρχουν εξαιρέσεις. Έχω εργαστεί σε Μέσο ενημέρωσης, δίπλα σε μια κοπέλα, την οποία ο εργοδότης απέλυσε γιατί μια εβδομάδα πριν το γάμο της αρνήθηκε να περάσει το σαββατοκύριακό της στο κότερό του. Έχω εργαστεί σε "μαγαζί" που ο διευθυντής απέλυσε τον σύζυγο, μόνο και μόνο γιατί ήθελε να την πέσει ελευθέρως στην σύζυγο. Και άλλα, πολλά...
Αυτά όμως έχουν να κάνουν με την ποιότητα των ανθρώπων, όχι με το μοντέλο λειτουργίας της οικονομίας. Πέραν τέτοιων εξαιρέσεων, που στην τελική την πληρώνουν οι επιχειρήσεις και πολλές εξ αυτών οδηγούνται στο "λουκέτο", ο κανόνας λέει ότι ένας υπάλληλος απολύεται για έναν από τους δυο λόγους που προανέφερα.
Με άλλα λόγια, σε πείσμα της παλαιολιθικής αντίληψης περί "ταξικού αγώνα εργαζομένων κι επιχειρηματιών", σήμερα σε μια επιχείρηση, ιδίως μικρομεσαία, όπως αυτές που μετέχουν στις Λευκές Νύχτες, τα συμφέροντα του επιχειρηματία και του ή των υπαλλήλων του είναι παράλληλα: Θέλουν κι οι δυο την προκοπή της επιχείρησης, ο μεν ιδιοκτήτης για να αποκομίσει κέρδη, ο δε υπάλληλος για να έχει ασφαλή την εργασιακή του θέση και να μπορεί να κάνει τον προσωπικό και οικογενειακό του προγραμματισμό.
Λευκές Νύχτες, λοιπόν. Ξενύχτι και για τους δυο. Τα μοιράζονται τα κέρδη; Πρώτα πρέπει αν απαντήσουμε στο ερώτημα "υπάρχουν κέρδη;". Όπως είπαμε, αν δεν υπήρχαν, το μαγαζί δεν θα άνοιγε. Κι αν έκανε το λάθος μια φορά, στην επόμενη Λευκή Νύχτα θα έμενε εντελώς κλειστό. Ανοίγει, όμως, γιατί ακριβώς προσδοκά κέρδη. Τα κέρδη δεν τα μοιράζονται, γιατί έχουν διαφορετικές ιδιότητες. Ο υπάλληλος αμείβεται με προσυμφωνημένο μισθό, ανεξαρτήτως ύπαρξης κερδών και του ύψους αυτών. Ο ιδιοκτήτης επένδυσε, ρίσκαρε και αποκομίζει κέρδη. ΑΝ αποκομίζει, βέβαια, στις μέρες που ζούμε, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Και τα δικαιώματα του υπαλλήλου; Πρώτον, υπάρχει το γενικότερο καλό ότι η επιχείρηση παίρνει τονωτική ένεση και έτσι σταθεροποιείται η θέση εργασίας του. Δεύτερον, ειδικότερα, προφανώς υπάρχει ειδική αμοιβή για όσους εργάζονται εκτός του κλασικού ωραρίου. Οι υπερωρίες αμείβονται ξεχωριστά και η νομοθεσία προβλέπει ασφάλιση του εργαζομένου και κατά την ώρα που εργάζεται στο πλαίσιο της Λευκής Νύχτας.
"Καλά" θα πουν μερικοί. "Αλλά στην πράξη δεν συμβαίνει αυτό". Ας πούμε ότι αυτοί που το λένε αυτό, το γνωρίζουν και δεν το αναφέρουν έτσι, στον αέρα. Τα πρόστιμα που προβλέπονται για παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας είναι στο επίπεδο των 10.000 ευρώ. Ποιος ιδιοκτήτης μαγαζιού είναι τόσο τρελός ώστε να παραβιάσει την εργατική νομοθεσία με κίνδυνο να πληρώσει 10.000 ευρώ πρόστιμο;
Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν μεμονωμένες πριπτώσεις που κάποιοι ιδιοκτήτες κατατημάτων εκτρέπονται σε παράνομες συμπεριφορές έναντι των υπαλλήλων τους. Θεωρώ ότι είναι χρέος κάθε ενεργού πολίτη να εντοπίσει τέτοιες συμπεριφορές στο περιβάλλον του και να τις καταγγείλλει. Αλλά μεμονωμένες συμπεριφορές δεν αλλάζουν τον κανόνα, που είναι ότι από την αύξηση του τζίρου μέσα από τις Λευκές Νύχτες, βελτιώνεται όχι μόνο η οικονομική θέση του ιδιοκτήτη του καταστήματος, αλλά και η εργασιακή και οικονομική θέση και του υπαλλήλου.
Οπότε, επανερχόμενος στους βλάκες, ας τους ξανακάνω μια αφιέρωση, διαφορετική αυτή τη φορά: